θηλάς

θηλάς
θηλά̱ς , θηλή
teat
fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ρύακας — ο / ῥύαξ, ακος, ΝΑ νεοελλ. το ρυάκι αρχ. 1. ορμητικό ρεύμα, χείμαρρος 2. καθετί που αναβλύζει από τη γη και εκχύνεται και ιδίως η λάβα τών ηφαιστείων (α. «ἐρρύη δὲ... ὁ ῥύαξ τοῡ πυρὸς ἐκ τῆς Αἴτνης», Θουκ. β. «ἐφθαρμένων γὰρ τῶν παρὰ τὴν θάλασσαν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”